νεώτερος

νεώτερος
-η, -ο (Α νεώτερος, -έρα, -ον) [νέος]
1. (για πρόσ.)
1. ο μικρότερος σε ηλικία σε σχέση με κάποιον άλλο με τον οποίο συγκρίνεται («πρεσβύτερος μὲν Άρταξέρξης, νεώτερος δὲ Κῡρος», Ξεν.)
2. (για γεγονότα) αυτός που είναι σε μεγαλύτερο βαθμό πρόσφατος («δέδοικα μή τι δρᾷ νεώτερον», Αριστοφ.)
νεοελλ.
1. (το ουδ. εν. και πληθ. ως ουσ.) το νεώτερο και τα νεώτερα
οι πρόσφατες ειδήσεις («τα νεώτερα από τον Περσικό κόλπο είναι αρκετά δυσοίωνα»)
2. αυτός που χρονολογείται στη μεταξύ τής μεσαιωνικής και σημερινής εποχής, σε αντιδιαστολή προς τον αρχαίο και τον μεσαιωνικό («ιστορία τών νεώτερων χρόνων»)
αρχ.
1. αυτός που είναι πολύ νεαρός στην ηλικία για να κάνει κάτι ή σε σχέση με μία συγκεκριμένη ικανότητα ή δραστηριότητα («νεώτερος εἰμι καὶ οὒπω χερσὶ πέποιθα», Ομ. Οδ.)
2. στασιαστικός, επαναστατικός
3. μτφ. χειρότερος («νεώτερον βούλευμ' ἀπ' Ἀργείων ἔχεις», Σοφ.)
4. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ νεώτεροι
α) αυτοί που βρίσκονται σε στρατεύσιμη ηλικία («ξὺν ὅπλοις τῶν νεωτέρων φυλακὴν εἶχον», Θουκ.)
β) ομάδα Λατίνων ποιητών τού 1ου π.Χ. αιώνα που μιμήθηκαν τα πρότυπα τής αλεξανδρινής ποίησης τών ελληνιστικών χρόνων
5. φρ. α) «νεώτερον πρήσσειν» και «νεώτερον ποιεῑν» — υφίσταμαι ζημιά, βλάβη, δυστύχημα
β) «οἱ νεώτεροι τῶν πεπραγμένων» — οι πάρα πολύ νέοι, ώστε να μην θυμούνται τα συμβάντα.
επίρρ...
νεωτέρως / νεωτέρως (Α)
σε νεώτερο χρόνο, πριν από λίγο, πρόσφατα («τῶν δὲ πόλεων ὅσαι μὲν νεώτατα ὠκίσθησαν», Θουκ).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • νεώτερος — νέος young masc nom comp sg νέος young masc nom comp sg (attic) νεώτερος younger masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεωτερώτατος — νεώτερος younger masc nom superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νέος — α, ο και νιος, ά, ό (ΑΜ νέος, α, ον, Α ιων. τ. νεῑος, η, ον Α θηλ. και ος και ιων. τ. νέη και συνηρ. τ. νῇ, Μ και νεός, όν) 1. αυτός που είναι μικρής ηλικίας, νεαρός, νεανίας (α. «κοιμάται ο νέος ωραίος βοσκός», Γρυπ. β. «παιδὸς νέας ὣς κάρτ… …   Dictionary of Greek

  • Олимпиодор Младший — В Википедии есть статьи о других людях с именем Олимпиодор. Олимпиодор Младший др. греч. Ὀλύμπιόδωρος ὁ Νεώτερος Дата рождения: 495 год( …   Википедия

  • αλάβαστρο — Όρος που υποδηλώνει διαφώτιστες παραλλαγές δύο διαφορετικών πετρωμάτων: του ασβεστίτη, που εκτιμάται περισσότερο, και του γύψου. Το ασβεστολιθικό ή ανατολικό α. προέρχεται από ιζήματα υδάτων πλούσιων σε ακτινοειδή ή κατά ζώνες (ταινίες). Τα… …   Dictionary of Greek

  • ιουνίωρ — ἰουνίωρ, ὁ, (Μ) (ως τίτλος) νεώτερος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. λατ. junior «νεώτερος», αλλά και σύγχρονο αγγλ. junior (πρβλ. (John Kennedy Jr.)] …   Dictionary of Greek

  • οπλότερος — ὁπλότερος, έρα, ον (Α) (επικ. τ.) 1. ο ικανότερος ή καταλληλότερος στο να φέρει όπλα, δηλαδή ο νεώτερος, σε αντιδιαστολή προς τους γέροντες και τα παιδιά («ὁπλότερος γενεῇ» νεώτερος στην ηλικία, Ομ. Ιλ.) 2. φρ. «ἄνδρες ὁπλότεροι» οι μελλοντικές… …   Dictionary of Greek

  • Μπρίγκελ — (Bruegel ή Brueghel). Οικογένεια Φλαμανδών ζωγράφων και χαρακτών (16ος 17ος αι.), κυριότεροι από τους οποίους είναι οι εξής: 1. Αμπραάμ ο Ναπολιτάνος (Abraham Β., Αμβέρσα 1631 Νάπολη, Ιταλία 1690). Ικανότατος ζωγράφος λουλουδιών και καρπών, ένας… …   Dictionary of Greek

  • ՏՂԱՅ — (ոյ, ոց. կամ ի, ից.) NBH 2 0881 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 12c, 13c, 14c գ. νήπιος, βρέφος, παιδάριον, παῖς, νέος, νεώτερος infans, parvulus, puer, puerulus, juvenis. Մանուկ փոքր. երախայ. ստղմն. մատաղ տիօք. ... * Ի …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • νεωτέρα — νεωτέρᾱ , νέος young fem nom/voc/acc comp dual νεωτέρᾱ , νέος young fem nom/voc comp sg (attic doric ionic aeolic) νεωτέρᾱ , νέος young fem nom/voc/acc comp dual (attic) νεωτέρᾱ , νέος young fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) νεωτέρᾱ …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”